λαγουδίνα

λαγουδίνα
η [λαγούδι]
1. ο θηλυκός λαγός
2. παροιμ. «καιρός λαγός, καιρός λαγουδίνα» — λέγεται για τους διπρόσωπους ή γι' αυτούς που, ανάλογα με την περίσταση, εμφανίζονται διαφορετικοί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”